ποιος

ποιος
ποια, ποιο / ποῑος, ποία, ποῑον, ΝΜΑ και ιων. τ. κοῖος, -η, -ον, Α
(ερωτ. αντων.) χρησιμοποιείται στις ερωτηματικές προτάσεις προκειμένου από την απάντηση να δηλωθεί: 1. η ταυτότητα προσώπου, τόπου ή πράγματος (α. «ποιος ρώτησε;, — Εγώ» β. «ποιος είδε πράσινο δεντρί, να'χει γεράνια φύλλα;» — δημ. τραγούδι
γ. «ἐκ ποίας πόλεως σὺ εἶ;», ΠΔ
δ. «ἀπὸ ποίου ἔτους», πάπ.)
2. ένα από δύο ή περισσότερα άτομα, πότερος («ποιος ήρθε πρώτος στον διαγωνισμό;»)
νεοελλ.
παροιμ. φρ. α) «ποιος ξέρει» — λέγεται για να δηλώσει ότι κάτι είναι αβέβαιο
β) «ποιος τόν πιάνει τώρα;» — λέγεται για κάποιον που απροσδόκητα και αιφνιδίως ευνοήθηκε από την τύχη, τα γεγονότα ή τις περιστάσεις ή και προκειμένου να δηλώσει άτομο περήφανο
γ) «ποιος στραβός δεν θέλει το φως του» — λέγεται προκειμένου να δηλώσει αυτό που επιθυμεί ή εύχεται κανείς να είχε ή να έχει
δ) «ποιος να (μου) τό έλεγε!» — λέγεται προκειμένου να δηλώσει: i) απροσδόκητο ατύχημα
ii) ανέλπιστη χαρά ή ευτυχία
μσν.
ο άλλος
αρχ.
χρησιμοποιείται: 1. (σε κύριες ή σε δευτερεύουσες προτάσεις, προκειμένου να δηλώσει την ποιότητα προσώπου ή πράγματος και, συχνά στον Όμηρο, για να δηλώσει, συγχρόνως, την έκπληξη ή την οργή) τί λογής (α. ποῑόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων», Ομ. Ιλ.
β. «σὸν πατέρα διδάξω ποῑα χρὴ λέγειν», Αισχύλ.)
2. (συν. σε διάλογους) τίθεται με λέξη την οποία έχει ήδη χρησιμοποιήσει ο πρώτος ομιλητής προκειμένου να δηλώσει έκπληξη και περιφρόνηση (-«Πρωτέως τάδ' ἐστὶ μέλαθρα»
— «ποίου Πρωτέως;», Αριστοφ.)
3. (σε ερωτήσεις) α) με ή, σπανίως χωρίς το άρθρ. όταν από την ερώτηση εννοείται όνομα το οποίο ορίζεται από το άρθρο ή από τα συμφραζόμενα, το γλωσσικό περιβάλλον (-«λέγεις δὲ... τὴν ποίαν κατάστασιν ὀλιγαρχίαν; - «τὴν ἀπὸ τιμημάτων πολιτείαν», Πλάτ.)
β) με την αόρ. αντων. τις προκειμένου να προσδώσει αοριστία στην ερώτηση («κοῑόν μέ τινα νομίζουσι Πέρσαι εἶναι ἄνδρα;», Ηρόδ.)
γ) από πού, από ποιο μέρος, από ποια πατρίδα, ποδαπός (- «ποῑος οὑτοσὶ [ὁ] Τιμόθεος; — Μιλήσιός τις», Φερεκρ.)
δ) (με το αρνητ. μόριο οὐ ισοδυναμεί με ισχυρή κατάφαση) ο καθένας, έκαστος («βοῆς δὲ τῆς σῆς ποῑος οὐκ ἔσται λιμήν», Σοφ.)
4. (η δοτ. τού θηλ. ως επίρρ.) ποίᾳ και κοίῃ
(με τροπ. σημ.) με ποιο τρόπο, πώς («ποίᾳ γὰρ ἄλλῃ χρή πέτεσθαι τοὺς θεούς», Αριστοφ.).
επίρρ...
ποίως Α
(με ερωτ. σημ.)
1. τί λογής
2. με ποιο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η ερωτηματική αντων. ποῖος, ποῖα, ποῖον έχει σχηματιστεί από το θέμα πο- τών ερωτηματικών και αόριστων αντωνυμιών (βλ. λ. πο-) με επίθημα -οιος (βλ. λ. οἷος, τοῖος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ποιός — of a certain nature masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποῖος — of what kind? masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… …   Dictionary of Greek

  • ποιός — ά, όν, ΝΜΑ (αόρ. αντων.) το ουδ. ως ουσ. το ποιόν βλ. ποιόν μσν. αρχ. αυτός που έχει μια ποιότητα, κάποια εσωτερικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τα οποία συγκροτούν την ιδιαίτερη φύση του αρχ. (πάντοτε με την αντων. τις) 1. κάποιος, λίγος, λιγοστός …   Dictionary of Greek

  • ποιός — ή, ό γεν. ποιου και ποιανού, ποιας και ποιανής, ερωτ. αντων.: Ποιος ήρθε; – Ποιανού είναι το καπέλο; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ποιά — ποιός of a certain nature neut nom/voc/acc pl ποιά̱ , ποιός of a certain nature fem nom/voc/acc dual ποιά̱ , ποιός of a certain nature fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιόν — ποιός of a certain nature masc acc sg ποιός of a certain nature neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποῖον — ποῖος of what kind? masc acc sg ποῖος of what kind? neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιαῖς — ποιός of a certain nature fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιαί — ποιός of a certain nature fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”